H BMD είναι γενετική, φυλοσύνδετη, εκφυλιστική νόσος των σκελετικών κατά κύριο λόγο μυών και του καρδιακού μυ. Είναι παρόμοια αλλά πιο ήπια από τη Mυϊκή Δυστροφία Duchenne, εκτός της καρδιακής λειτουργίας που επηρεάζεται ανάλογα. Όπως και στη Μυϊκή Δυστροφία Duchenne, έτσι και στη Becker δεν παράγεται ανάλογη ποσότητα δυστροφίνης.
Εμφανίζονται σε προχωρημένη παιδική ή εφηβική ηλικία και υπάρχει πιο αργή εξέλιξη σε σχέση με την DMD. Παρουσιάζεται προοδευτικά μυϊκή αδυναμία σε μηρούς, λεκάνη, γοφούς και ώμους και οι γάμπες είναι ευμεγέθεις. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό βάδισμα στις άκρες των δακτύλων των ποδιών και τέντωμα της κοιλιακής χώρας. Παρουσιάζονται μυϊκές συγκάμψεις σε κάποιες περιπτώσεις. Υπάρχει καρδιομυοπάθεια, αλλά δεν βλάπτονται τα νεύρα και οι λειτουργίες τους. Σε προχωρημένες καταστάσεις μπορεί να υπάρξει αναπνευστικό πρόβλημα και αποβολής των εκκρίσεων λόγω αδυναμίας βήχα. Ίσως υπάρχουν μαθησιακές δυσκολίες, κυρίως στη μνήμη, στην προσοχή, στην εκμάθηση της ομιλίας και τη συναισθηματική ανάπτυξη.
Χάρη στις ιατρικές εξελίξεις τις τελευταίες δεκαετίες οι ασθενείς έχουν καλύτερη πρόγνωση. Βέβαια, ως τώρα οι ιατρικές προσεγγίσεις είναι υποστηρικτικές κι όχι θεραπευτικές, παρότι γίνεται μεγάλη έρευνα πάνω στον τομέα της θεραπείας.