Είναι η τρίτη πιο συχνή μυϊκή δυστροφία με συχνότητα 1:8.333 ασθενείς παγκοσμίως. Τα συμπτώματά της ξεκινούν συχνότερα κατά την εφηβεία, χωρίς να αποκλείεται η εμφάνισή τους από την νεογνική ηλικία έως και την ενήλικη ζωή, επηρεάζοντας εξίσου και τα δύο φύλα. Διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με τον τύπο της μετάλλαξης στο DNA, την τύπου 1 (FSHD1 – 95% των ασθενών) και την τύπου 2 (FSHD2 – 5%). Kληρονομείται με αυτοσωμικό επικρατή τρόπο, αν και το 30% των περιπτώσεων οφείλεται σε τυχαία μετάλλαξη (de novo μεταλλάξεις). Η εξέλιξη και η σοβαρότητα της ασθένειας εξαρτάται από την έναρξη των συμπτωμάτων και το είδος και το μέγεθος της μετάλλαξης. Όσο πιο πρώιμη η έναρξή τους τόσο πιο βαριά συμπτωματολογία. Ειδικά όταν παρουσιάζεται μυϊκή αδυναμία κατά τη γέννηση ή τα πρώτα παιδικά έτη, χαρακτηρίζεται ως νεογνική FSHD και έχει συχνότητα 1:30.000 παγκοσμίως. Σε κάθε περίπτωση όμως, η συμπτωματολογία είναι ίδια.
Αναπτύσσεται αδυναμία στους προσωπικούς μύες, που οδηγεί σε δυσκολία κατά το άνοιγμα ή κλείσιμο των οφθαλμών (κυρίως κατά τον ύπνο), ή στην κίνηση των χειλέων (αδυναμία εκφραστικών κινήσεων). Παρουσιάζεται μυϊκή αδυναμία στις ωμοπλάτες και τους βραχίονες, δημιουργώντας δυσκολία σε καθημερινές κινήσεις και το ανασήκωμα των χεριών. Επιπλέον, μπορεί να υπάρξει μυϊκή αδυναμία στο κατώτερο μέρος των κάτω άκρων, οδηγώντας σε πτώσεις, τραυματισμούς και δυσκολίες στο βάδισμα.
Δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία, αλλά λαμβάνονται μέτρα αντιμετώπισης των συμπτωμάτων προκειμένου να βελτιωθεί η ανεξαρτησία και η ποιότητα ζωής των ασθενών.