Πρόκειται για αυτοσωμικές επικρατείς ασθένειες, που διακρίνονται σε δύο επιμέρους κατηγορίες: τη Μυοτονική Δυστροφία τύπου Ι (Ασθένεια Steinert – DM1) και τη Μυοτονική Δυστροφία τύπου ΙΙ (PROMM – DM2). Ενώ τα συμπτώματά τους είναι παρόμοια, διακρίνονται μεταξύ τους λόγω των διαφορετικών μεταλλάξεων που τις προκαλούν. Η DM1 οφείλεται σε μετάλλαξη που αφορά στο γονίδιο DMPK, στο οποίο διακρίνονται πολλές επαναλήψεις συγκεκριμένης αλληλουχίας νουκλεοτιδίων (CTG) περίπου 50-4.000 φορές, ενώ στη DM2 η μετάλλαξη εμφανίζεται στο γονίδιο Znf9, στο οποίο διακρίνονται επαναλήψεις της αλληλουχίας (CCTG) 75-11.000 φορές.
Διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: την συγγενή και την ενήλικη μορφή. Η συγγενής μυοτονική δυστροφία τύπου Ι παρουσιάζει συμπτώματα από τη γέννηση και αποτελεί τη σοβαρότερη μορφή. Έχει βρεθεί ότι κληρονομείται στους απογόνους όταν η μητέρα είναι ασθενής, παρά ο πατέρας. Τα νεογνά αυτά είναι πολύ αδύναμα, με προβλήματα σίτισης, κατάποσης, αναπνοής. Αν επιβιώσουν μετά τη νεογνική ηλικία μπορεί να ξεπεράσουν τα αναπνευστικά προβλήματα και τα προβλήματα σίτισης, αλλά καθυστερούν να αναπτύξουν κινητικές και γλωσσικές ικανότητες, οι οποίες μπορεί να παραμείνουν επηρεασμένες εφ’ όρου ζωής.
Στην ενήλικη DM1 τα συμπτώματα παρουσιάζονται μεταξύ των 10 και 40 ετών, παρουσιάζοντας μεγάλη ετερογένεια στη σοβαρότητά τους, στο ρυθμό εξέλιξης και το βαθμό αναπηρίας. Όμως γενικά η ασθένεια εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς και έχει συχνότητα 1:8.000 γεννήσεις.
Υπάρχει ενδεχόμενο τα συμπτώματα να παρουσιαστούν αργότερα στην παιδική ηλικία και πρόκειται για διαφορετική περίπτωση από τη συγγενή μορφή. Εδώ κυρίως παρουσιάζονται προβλήματα ομιλίας και μαθησιακές δυσκολίες, αλλά παρουσιάζονται καρδιακές αρρυθμίες ή καρδιομυοπάθεια.
Παρουσιάζεται κυρίως κατά την ενήλικη ζωή με αισθητά συμπτώματα από την ηλικία των 20 έως και 60 ετών. Τα συμπτώματά της είναι παρόμοια με τη DM1 και σε κάποιες περιπτώσεις πιο ελαφρά και οι ασθενείς δεν παρουσιάζουν την ανάγκη υποστηρικτικών συσκευών.
Δεν υπάρχει θεραπεία, όμως πραγματοποιούνται σημαντικές προσπάθειες για την εύρεσή της. Αντιμετωπίζονται όμως τα επιμέρους συμπτώματα με διάφορες μεθόδους, όπως: